- καταστατό
- καταστατό, το και καταστατός, ο1. το αλεύρι.2. το αλεύρι από ρύζι, και ειδικά αυτό που χρησιμοποιείται για κολλάρισμα των υφασμάτων.3. το ρευστό κατακάθι ύστερα από βρασμό, το καταπότι: Καταστατό από κερόπιτα.4. η πυτιά του γιαουρτιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.